δράμε

δράμε
τρέχω
run
aor imperat act 2nd sg
τρέχω
run
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δράμ' — δράμε , τρέχω run aor imperat act 2nd sg δράμε , τρέχω run aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούνει — οὔνει (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Αρκάδες) «δεῡρο δράμε». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὔνει, όπως και οι τ. οὔνης «κλέπτης», οὔνιος «δρομεύς, κλέπτης, πρέπει να έχουν προέλθει κατ αποκοπή από τα σύνθ. ἐριούνης και ἐριούνιος, λέξεις αβέβαιης σημασίας και… …   Dictionary of Greek

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • εκδίκηση — και (ε)γδίκηση, η (AM ἐκδίκησις) 1. η ανταπόδοση τού κακού από αυτόν που αδικήθηκε ή από συγγενή του 2. βοήθεια, υπεράσπιση («δράμε εις εκδίκησιν τής Κωνσταντίνου πόλης», «ὁ Θεός... ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῡ») νεοελλ. φρ. «παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • κροκοβαφής — ές (Α κροκοβαφής, ές) κροκόβαπτος* αρχ. κιτρινωπός, ωχρός («ἐπὶ δὲ καρδίαν κροκοβαφὴς δράμε σταγών», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + βαφής < βάπτω (πρβλ. καρνο βαφής, κοκκο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”